φευξασπίδιον

φευξασπίδιον
τὸ, ΜΑ
είδος ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού, το φυτό πόλιον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φεύγω* + ἀσπίδιον, ονομ. φυτού. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι αποτελεί αντίδοτο για το δηλητήριο τών ερπετών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φευξασπίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”